- υποσκήνιο(ν)
- το помещение под сценой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υποσκήνιο — το / ὑποσκήνιον, ΝΜΑ (στην αρχαιότητα) α) ο κάτω από το πρόσθιο μέρος τής σκηνής τοίχος β) το μεταξύ τού προσκηνίου και τής ορχήστρας μέρος τής σκηνής θεάτρου νεοελλ. ο κάτω από την σκηνή χώρος τού θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκηνή + κατάλ.… … Dictionary of Greek
υποσκήνιο — το ο χώρος κάτω από τη σκηνή του θεάτρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… … Dictionary of Greek